- καπναύγης
- καπν-αύγης, ου, ὁ,A smoke-observer, diviner, IG14.617 ([place name] Rhegium): pl. -αῦγαι ib.618 (ibid.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καπναύγης — καπναύγης, ὁ (Α) αυτός που μαντεύει από τον καπνό … Dictionary of Greek
καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… … Dictionary of Greek